ὑπερβατικῶς

ὑπερβατικῶς
ὑπερβατικός
delighting in hyperbata
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερβατικώς — Μ επίρρ. βλ. υπερβατικός …   Dictionary of Greek

  • υπερβατικός — ή, ό / ὑπερβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] νεοελλ. 1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από τα όρια τής εμπειρικής γνώσης και μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνον στα πλαίσια τής καθαρής νόησης 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατικό (φιλοσ.) ό,τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”